τριουριδώδη

τριουριδώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που περιλαμβάνει μόνον την οικογένεια τριουριδίδες, με 7 γένη μικρών ποωδών φυτών χωρίς χλωροφύλλη, τα οποία προσλαμβάνουν τα θρεπτικά στοιχεία που τους είναι απαραίτητα από νεκρή οργανική ύλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριουριδίδες — οι, Ν βοτ. η μοναδική οικογένεια τής τάξης αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τριουριδώδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”